- αχολογώ
- -όγησα, αντηχώ, βροντώ: Απ' τα τραγούδια τους αχολογούσε ο τόπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αχολογώ — αχολογάω / αχολογώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αχολόγησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αχολογώ — ( άω) αντηχώ, αντιλαλώ α) «αχολογάει η θάλασσα» β) «κι αχολογούν βελάσματα κι αχολογούν κουδούνια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αχός «ήχος, βοή» + λογώ] … Dictionary of Greek
ηχολογώ — άω και αχολογώ παράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, αχολογώ, βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος (ή αχός*) + λογώ (< λόγος < λέγω), πρβλ. ελεεινο λογώ, κακο λογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αμφιμυκώμαι — ἀμφιμυκῶμαι ( άομαι) (Α) 1. (για βόδια) τριγυρνώ μουγκρίζοντας 2. (για πράγματα) αντηχώ, αχολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + μυκῶμαι] … Dictionary of Greek
καναχίζω — (Α) [καναχή] 1. αντηχώ, κάνω κρότο 2. αποδίδω τον ήχο, αντιλαλώ, αχολογώ 3. (κατά τον Ησύχ.) «καναχίζει οιμώζει» … Dictionary of Greek
αχολογάω — / αχολογώ (παρατατ. συνήθως ούσα), αχολόγησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ηχολογώ — ησα, αχολογώ (βλ λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)